- μαγγωμένος
- η , ο1) защемлённый, прищемлённый; при- жатый, придавленный; 2) схваченный, пойманный; 3) перен. задавленный (обстоятельствами и т. п.); загнанный в угол, прижатый к стенке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγγώνω — και μαγκώνω 1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα») 2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τόν μάγγωσαν») 3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τόν πιέζω, τόν στριμώχνω 4. (για… … Dictionary of Greek